- βουβός
- η , ό прям. пергн. немой;
βουβό φίλμ — немой фильм;
βουβή σκηνή — немая сцена;
βουβός ρόλος — немая роль;
βουβά πρόσωπα — статисты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουβό φίλμ — немой фильм;
βουβή σκηνή — немая сцена;
βουβός ρόλος — немая роль;
βουβά πρόσωπα — статисты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουβός — ή, ό (AM βωβός και Μ βουβός, ή, όν) αυτός που δεν μιλάει ή που δεν μπορεί να μιλήσει νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει θόρυβο, ήσυχος 2. το ουδ. ως ουσ. ξύλινη δοκός, χοντρή και ανθεκτική αρχ. φρ. «βωβά πρόσωπα» πρόσωπα δραματικών έργων, τα οποία… … Dictionary of Greek
βουβός — ή, ό αυτός που δεν έχει λαλιά, άλαλος, άφωνος: Ο βουβός άνθρωπος μπορεί να συνεννοηθεί με νοήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουβαίνω — [βουβός] 1. καθιστώ κάποιον βουβό, άλαλο 2. αποστομώνω κάποιον 3. μέσ. γίνομαι βουβός, χάνω τη φωνή μου … Dictionary of Greek
μουγγός — ή, ό (Μ μουγγός και μογγός, ή, όν) αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, βουβός, άφωνος, άλαλος νεοελλ. 1. μτφ. πολύ λιγόλογος, αμίλητος 2. (για πράγματα) σιγανός, υπόκωφος, χαμηλόφωνος («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», Ερωτόκρ.). επίρρ … Dictionary of Greek
μυκός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος, ὡς εἴ τις εἴποι μυσαττόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mū , ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με κλειστά τα χείλη (πρβλ. μῦ, μύω) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mūka «άφωνος» και mukka «στόμα». Ο… … Dictionary of Greek
Συντίπας — Εξελληνισμένος τύπος του αραβικού Σιντιμπάτ, ονόματος Άραβα ή Ινδού συγγραφέα, στον οποίο αποδίνεται συλλογή μύθων, που κυκλοφόρησαν με τους τίτλους Ιστορικόν Συντίπα του φιλόσοφου, Μυθολογικόν Συντίπα του φιλόσοφου, τα πλείστα περίεργου και Ο… … Dictionary of Greek
Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… … Dictionary of Greek
άλαλος — η, ο (Α ἄλαλος, ον) αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός νεοελλ. ανόητος, βλάκας, παλαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λάλος < λαλῶ. ΠΑΡ. αλαλία νεοελλ. αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα] … Dictionary of Greek
άλογος — η, ο (Α ἄλογος, ον) 1. αυτός που στερείται λόγου, άφωνος, άλαλος, βουβός 2. αυτός που στερείται λογικής 3. ο αντίθετος ή ο μη σύμφωνος με τη λογική, παράλογος 4. το ουδ. ως ουσ. το άλογο(ν) αρχ. 1. ο αδύναμος, ο αδέξιος στην έκφραση 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
βουβώνω — και ομαι [βουβός] βουβαίνομαι, σωπαίνω … Dictionary of Greek
βούβα — η [βουβός] 1. η βουβαμάρα 2. (ως επιφ.) πάψε! … Dictionary of Greek